Α Θ Η Ν Α Ι Ω Ν Α Ρ Μ Ο Σ Ι Σ

ΣΥΝΑΞΗ ΑΓΙΩΝ
των Αθηνών


Σ την Εκκλησία μας, η Ορθόδοξη Παράδοση αποδίδει κυρίως το χαρακτηρισμό «άγιος» στα πρόσωπα εκείνα που φθάνουν στη θέωση, ως τον απόλυτο σκοπό της εν Χριστώ ύπαρξης και συνιστούν τους μάρτυρές μέσα στην ιστορία. Κάθε άγιος είναι «μάρτυς» της πίστεως, όχι μόνο ως φορέας και μεταδότης της συν συγχρονικά και διαχρονικά στην ανθρώπινη κοινωνία, αλλά και ως ομολογητής ενώπιον βασιλέων και αρχόντων.

Από τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο όρος «ἔθνος ἅγιον» που αποδιδόταν στον πρώτο Ισραήλ, αποδίδεται και στο νέο, τον χριστιανικό λαό του Θεού. Την ίδια περίοδο ο Ερμάς, λόγου χάριν, γράφει «Προσεύχου πρός τόν Θεόν καί ἰαθήσεται τά ἁμαρτήματά σου καί ὅλου τοῦ οἴκου σου καί πάντων τῶν ἁγίων». Η μοναχή Αιθέρια από την Ισπανία τον 4ο μ.Χ. αιώνα στο Οδοιπορικό της χρησιμοποιεί συχνά τον όρο «ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος», «οἱ ἅγιοι ἄνδρες, δηλαδή κληρικοί καί μοναχοί μᾶς ἔδειχναν κάθε τόπο». Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφερόμενος σε προσκύνημα σε κάποια μονή γράφει «Βούλεσθε πάλιν ἐπί τήν πόλιν τῆς ἀρετῆς ἴωμεν, τάς τῶν ἁγίων σκηνάς, τά ὄρη λέγω καί τάς νάπας». Και ο Πάπας Ιλάριος, τον 5ο αι., απευθυνόμενος στους πιστούς γράφει, «ὁ Ἐπίσκοπος Ἱλάριος τῷ ἁγίῳ λαῷ τοῦ Θεοῦ».

Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει για τους αγίους ο Συμεών ο νέος Θεολόγος «ἡ Ἁγία Τριάδα, περνώντας ἀπ' ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο, ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά πόδια, τούς ἑνώνει... Οἱ Ἅγιοι σέ κάθε γενιά, ἑνωμένοι μέ αὐτούς πού προηγήθηκαν καί πλήρεις φωτός σάν αὐτούς, γίνονται χρυσή ἁλυσίδα, στήν ὁποία κάθε Ἅγιος εἶναι ἕνας κρίκος πού συνδέεται μέ τόν ἑπόμενο μέ τήν πίστη, τά ἔργα καί τήν ἀγάπη. Ἔτσι μέσα στήν πραγματικότητα τοῦ Ἑνός Θεοῦ, σχηματίζουν μία μοναδική ἁλυσίδα πού δέν μπορεῖ εὔκολα νά σπάσει».

Κατά τη διδασκαλία των Πατέρων η άκτιστη χάρις του Θεού αγιάζει όχι μόνο τίς ψυχές, αλλά και τα σώματα των αγίων, ακόμη και ιερά αντικείμενα, όπως εικόνες και τάφους ιερών προσώπων. Κατά τον άγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη, η αιτία της ευωδίας και θαυματουργίας των λειψάνων των αγίων, «εἶναι ἡ ἅπαξ ἐνοικήσασα εἰς τά σώματα αὐτῶν Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἥτις δέν χωρίζεται ἀπ’ αὐτά μετά θάνατον, ἀλλά μένει μετ’ αὐτῶν. Ὅθεν τάς μέν ψυχάς τῶν Ἁγίων ποιεῖ μακαρίας ἐν οὐρανοῖς, τά δέ σώματα αὐτῶν ἀποδεικνύει πηγήν εὐωδίας καί θαυμάτων παραδόξων καί ἰαμάτων. Καθώς καί ἡ Χάρις εἶναι ζωοποιός, οὕτω ζωοποιά καί τά σώματα τῶν Ἁγίων ἀποτελεῖ».

Ο βίος του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της μητέρας του αγίας Ελένης θέτουν τις βάσεις και οριοθετούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε και εμείς σήμερα. Ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 272. Είκοσι ένα χρόνια αργότερα το 293 ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός διόρισε τον πατέρα του Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο Χλωρό, καίσαρα των δυτικών επαρχιών, Γαλατίας, Ισπανίας και Βρετανίας. Επειδή όμως δεν επιτρεπόταν η γυναίκα του καίσαρος να είναι ταπεινής καταγωγής, όπως η αγία Ελένη, αναγκαστικά έπρεπε να πάρει διαζύγιο, όπως και έγινε.

Ο Διοκλητιανός για να εξασφαλίσει την υπακοή του Κωνσταντίου στο νέο του αξίωμα και ότι δεν θα στασίαζε εναντίον του, κατά τα ειωθότα κράτησε την Ελένη και τον Κωνσταντίνο ως ομήρους του από το 293 έως το 305 όταν και παραιτήθηκε, αποσυρόμενος στο Σπλιτ της Δαλματίας. Όλο αυτό το διάστημα ο Κωνσταντίνος ζούσε μαζί του και ο αυτοκράτορας του συμπεριφέρθηκε με εξαίρετο τρόπο. Όπου βρισκόταν εκείνος ήταν και ο Κωνσταντίνος μαζί, στεκόμενος στα δεξιά του και όλοι θαύμαζαν το παράστημα, την ομορφιά, τη σωματική του δύναμη και γενικά το βασιλικό του φρόνημα. Ο Διοκλητιανός εκτιμώντας όλα αυτά τα προτερήματα τον έκανε πάρα πολύ νωρίς χιλίαρχο πρώτης τάξεως.

Έτσι ο Κωνσταντίνος βρισκόταν ακόμα στα ανάκτορα της Νικομήδειας, όταν ο Γαλέριος πέτυχε να εκδοθούν τα θεσπίσματα κατά της Εκκλησίας. Ήταν παρών σε σχετικές συζητήσεις και ένιωσε πολύ μεγάλη αποστροφή για την απόφαση καθώς μάλιστα είχε λόγους να είναι δυσαρεστημένος από τον Γαλέριο που έκανε τέτοια πρόταση. Όπως προκύπτει από τη βιογραφία του μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν παρών στα μαρτυρία μεγάλων αγίων της Εκκλησίας μας, όπως του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου και του αγίου Παντελεήμονος, γεγονότα που τον συγκλόνισαν βαθύτατα.

Όταν έγινε ο ίδιος Μονοκράτωρ της αυτοκρατορίας και ίδρυσε τη νέα πρωτεύουσα, ένα από τα πρώτα του μελήματα ήταν να συγκεντρώσει στη νέα πόλη λείψανα αγίων μαρτύρων καθώς η Κωνσταντινούπολη δεν είχε την παράδοση της Ρώμης, η οποία ήταν εμβαπτισμένη στο μαρτυρικό αίμα. Έτσι λοιπόν ο Κωνσταντίνος οικοδόμησε, εκτός από τον ναό των Αγίων Αποστόλων και τη Συναγωγή των Αγίων, όπου και συγκέντρωνε τα μαρτυρικά λείψανα.

Κατ’ απομίμηση λοιπόν και εμείς εκείνου του ισαποστόλου βασιλέως, του στρατηγού των Αθηναίων, όπως ήθελε να τον αποκαλούν, εκείνου που ήταν σιτοδότης για την Αθήνα μέχρι τον θάνατό του, εκείνου που στήριζε την πόλη των Αθηνών πέραν του κανονισμένου με επιπλέον σαράντα χιλιάδες λίτρες σταριού κατ’ έτος, εκείνου που οι Αθηναίοι έστησαν ανδριάντα χρυσοστεφανομένο, συνάξαμε όλες τις θήκες που φυλάσσουν αποτμήματα ιερών λειψάνων των αγίων μας, από όλες τις Ενορίες της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, χωρίς να σταθούμε στην καλλιτεχνική ή οικονομική αξία της θήκης διότι ο αληθής θησαυρός εναπόκειται εντός αυτής και παρέχεται έτσι η δυνατότητα να γνωρίζουμε όλους τους εν ουρανώ πρεσβευτές της Αθηναϊκής Εκκλησίας.

sinaxis-relic
bottom-layer