Α Θ Η Ν Α Ι Ω Ν Α Ρ Μ Ο Σ Ι Σ
ΚΕΙΜΗΛΙΑ
Η
λέξη κειμήλιον προέρχεται από το ρήμα κείμαι και είναι το ουδέτερο του επιθέτου κειμήλιος, δηλαδή ο αποθησαυρισμένος. Το ρήμα αυτό συνδέεται με τον τόπο όπου κάποιος ξαπλώνει και κοιμάται. Από το θέμα του ρήματος αυτού σχηματίζονται -εκτός από το κειμήλιον- οι ομόρριζες λέξεις κοίτη, κοιτώνας, κοιτάζω, κοιτίδα, κοιμάμαι, κώμα. Στην ίδια ετυμολογική οικογένεια ανήκει η σημαντική λατινική λέξη civis που σημαίνει πολίτης, με παραγωγό το ουσιαστικό civitas πού είναι η πολιτεία.
Η λέξη κειμήλιο αρχικά δήλωνε κάτι που κείται, τοποθετείται κάπου για φύλαξη ή κάτι που μπορεί να τοποθετηθεί κάπου. Παρόμοια ήταν η αρχική σημασία των λέξεων θησαυρός,θησαύρισμα και θέμα. Από τη σημασία όμως της απλής αποθήκευσης πολύτιμων περιουσιακών και άλλων στοιχείων η λέξη πέρασε στην ίδια τη σημασία της πολυτιμότητας των πραγμάτων. Ήδη στον Όμηρο η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για αντικείμενα αξίας. Από εκεί προέκυψε η θέση του Κειμηλιάρχη, ο οποίος κειμηλιοῦται ή κειμηλιοῦ, δηλαδή αποθησαυρίζει τα κειμήλια στο Κειμηλιάρχιον ή Κειμηλιοφυλάκιον.
Στη σημερινή γλώσσα γίνεται αναφορά σε ιερά κειμήλια μιας μονής, κειμήλια των προγόνων, αντικείμενα που είναι οικογενειακά κειμήλια και λοιπά. Για τις ανάγκες της ψηφιοποίησης των ιερών κειμηλίων που βρίσκονται αποθησαυρισμένα στους ενοριακούς ναούς της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, δημιουργήθηκαν έξι μεγάλες ομαδοποιημένες κατηγορίες, οι οποίες δεν είναι στεγανές.Κάθε κειμήλιο δύναται να έχει πολλαπλές ιδιότητες και λειτουργίες. Λόγου χάριν ένα άγιο Ποτήριο θα μπορούσε να καταταχθεί στην κατηγορία των μεταλλικών κειμηλίων. Η χρήση του όμως το κατατάσσει στην κατηγορία των κειμηλίων ιερών σκευών και συγκεκριμένα σε αυτά που χρησιμοποιούνται κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας και ούτω καθ’ εξής.